προπετως

προπετως
    προπετῶς
    προ-πετῶς
    1) стремительно
    

(κάτω σπᾶσθαι Arst.)

    2) поспешно, опрометчиво
    

(ἀποκρίνεσθαι Plat.)

    3) неумеренно, необузданно
    

(προπετέστερον χρῆσθαί τινι Dem., Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προπετως" в других словарях:

  • προπετῶς — προπετής falling adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… …   Dictionary of Greek

  • мьрзъко — (2*) нар. Мерзко, отвратительно: о възисканиѥ винъ поповъ и ди˫аконъ. отъ ближьниихъ еп(с)пъ. аще отъ своихъ отълѹчаютьсѧ мьрзоко. (προπετῶς!) КЕ XII, 168б; || нечестиво: с вои же пришедъ на Иѥр(с)лмъ гордо же и мерзъко (δυσσεβῶς) ГА XIII–XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • NUPTA — i. e. Sponsa rite deducta, Hebraeis Gap desc: Hebrew, neque ante dicebatur, tametsi ex sponsalibus plane matrimonium esset satis contractum initumque: Sponsum appellabant Gap desc: Hebrew et Gap desc: Hebrew, Sponsam. Gap desc: Hebrew et Gap desc …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERJURIUM — quanto in horrore fuerit Atheniensibus, vel hinc videre est, quod, sicut virum bonum indigitare volentes, eum vocârunt ἔυορκον, i. e. iuratae fidei tenacem, Hesiod. in ἔργ. v. 188. Οὐδέ τις ἐυόρκου χάρις ἔςςεται οὔτε δικαίου. Et Aristophanes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προεξανίστημι — και προεξανιστῶ, άω, Α 1. στήνω κάτι προηγουμένως όρθιο («τὰστήθη προεξανιστᾱν προπετῶς», Κλήμ. Αλ.) 2. (για στράτευμα) κινούμαι πρώτος εναντίον τού εχθρού 3. προλαβαίνω να σηκωθώ («εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ ἀναλαβεῑν ἂν ἐδυνήθημεν»,… …   Dictionary of Greek

  • προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՆԴԳՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0324 Chronological Sequence: 6c, 8c մ. θρασέως, προπέτως audacter, arroganter, temere, temerarie. Յանդգնութեամբ. յանդուգն օրինակաւ. յոխորտաբար. յախուռն. յահուր. համարձակ. անխորհրդաբար. *Զբազում ամօթով յառաջ մատուցեալն՝ յանդգնաբար ոտամբ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»